Τι μετράει τελικά…

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου

Advertisement

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

κακό μπελά βρήκα και με σένα, να το ξέρεις! Είναι μέρες που λέω δεν θα σου γράψω… Μην το πάρεις προσωπικά, έτσι είμαι εγώ… Η σιωπή είναι μέρος της προσωπικότητάς μου, παρ’ όλο που όλοι νομίζουν ότι μιλάω πολύ. Μιλάω όταν θέλω και τώρα δεν θέλω! Θέλω να καθίσω όμορφα και πολιτισμένα και να κοιτάζω το…άπειρο! Μετά όμως, σκέφτομαι όλους εκείνους που περιμένουν να σε διαβάσουν, είναι και οι μέρες δύσκολες και σκύβω πάλι πάνω σου…

Advertisement

Σήμερα το πρωί (αχάραγα λέμε), έπινα τον καφέ μου κοιτάζοντας το ίδιο τοπίο που αντικρίζω 28 χρόνια τώρα. Η θέα από το παράθυρό μου είναι πολύ όμορφη, μόνο που εγώ δεν την βλέπω πια… Είναι το δεδομένο… Αυτό που το θέλεις ή όχι, θα είναι πάντα εκεί, στην ίδια θέση. Σαν το τραπεζάκι δίπλα μας. Μηχανικά ακουμπάμε τον καφέ μας. Αν κάποιος μας το πάρει κρυφά, ίσως και να μην το αντιληφθούμε, το φλιτζάνι μας θα γίνει θρύψαλα και τότε θα καταλάβουμε ότι λείπει… Τότε ίσως και να το εκτιμήσουμε…Είναι άγραφος νόμος τελικά. Πρέπει να χάσουμε κάτι για να μάθουμε (με σκληρό τρόπο) την αξία του… Κακό αυτό!

Η σκέψη μου, πέταξε (έτσι, χωρίς λόγο) σε μια απίστευτη νύχτα. Θα την έλεγες και νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου! Είχα τα παιδιά μικρά, μόλις είχαμε εγκατασταθεί σ’ αυτό το σπίτι και ξεσπάει μεγάλη φωτιά στην περιοχή που (ως συνήθως) εξαπλώνεται τάχιστα! Μέχρι το βράδυ, το μέτωπο είναι χιλιόμετρα ολόκληρα και βρίσκεται σε διάταξη πέταλου, γύρω από το σπίτι μας. Πρέπει να σου πω, ότι η νύχτα είναι κακός σύμβουλος και σε μπερδεύει. Νομίζεις την φωτιά δίπλα σου κι ας απέχει χιλιόμετρα!  Αν δεν ήταν ο Γιώργος, πιθανότατα θα είχα πάρει τα παιδιά και θα είχα φύγει, τρελαμένη από τον φόβο… Εκείνος ήταν ψύχραιμος όμως. Παρ’ όλα αυτά, μάτι δεν έκλεισα εκείνη την νύχτα, με τα κιάλια σε όλα τα μπαλκόνια γύρω γύρω, να προσπαθώ να υπολογίσω σε πόση ώρα θα μας πλησίαζε η φωτιά! Μαζί και η μαμά μου φυσικά η οποία απορούσε με την ηρεμία του Γιώργου που έπεσε για ύπνο, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο γαμπρός της ήξερε την περιοχή σαν την παλάμη του αφ’ ενός και αφ’ ετέρου η θητεία του στην πυροσβεστική κάθε καλοκαίρι ως εποχιακός πυροσβέστης, κάτι παραπάνω του είχε μάθει!  

Advertisement

Πολλές φορές εκείνο το βράδυ, προσπάθησα να επιλέξω, τι θα έπαιρνα μαζί μου, σε περίπτωση που έπρεπε να φύγω εσπευσμένως από το σπίτι. Το έχεις κάνει ποτέ; Να μην σου τύχει! Σαν σε ταινία πέρασαν από το μυαλό μου οι επιλογές. Το ένα θυμόμουν και το άλλο απέρριπτα. Κάθε αντικείμενο, στην προοπτική να το αποχωριστώ για πάντα, γινόταν πολύτιμο και αναντικατάστατο… Σκεπτόμουν τις φωτογραφίες που ήταν αποτυπωμένη όλη μας η ζωή. Τα χαρτιά μου που περιείχαν ιδέες και συναισθήματα. Τα βιβλία που είχαν δεσμεύσει την ψυχή μου, τα παιχνίδια των παιδιών που αγαπούσαν. Κοίταζα τα έπιπλα που είχαμε με κόπο αποκτήσει, ακόμα και το μίξερ αναλογίστηκα που ήταν το δεξί μου χέρι… Σκέφτηκα ακόμα και τα χαλιά της γιαγιάς, αυτά που η μάνα μου είχε με χίλια βάσανα σώσει από τους Τούρκους και τις κατασχέσεις τότε με τις απελάσεις. Ακόμα, με πόνεσε η σκέψη του Χριστουγεννιάτικου δέντρου μας, (άκου τώρα τι μου πέρασε από το μυαλό, τέτοιες ώρες!) και αναστατώθηκα όταν θυμήθηκα ότι ανάμεσα στις καινούριες μπάλες, ήταν και κάποιες που είχαν έρθει από την Πόλη. Είχα φωτογραφίες μαζί τους, όταν ήμουν 3 χρονών! Όλα πονούσαν, όλα τα ήθελα μαζί μου, αλλά πού να βρεις φορτηγό για μετακόμιση μέσα στη νύχτα!

Με το ξημέρωμα, η φωτιά είχε έρθει πολύ πιο κοντά, αλλά ήδη πετούσαν πυροσβεστικά και θα την περιόριζαν  (έτσι έκρινε το στεφάνι μου) οπότε και ο κίνδυνος είχε περάσει…

Εκείνη την νύχτα όμως, δεν την ξέχασα ποτέ, ούτε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα λίγο πριν χαράξει. Τίποτα δεν θα έπαιρνα μαζί μου, αν χρειαζόταν να φύγω. Μόνο τους ανθρώπους μου. Αυτοί ήταν και οι μόνοι αναντικατάστατοι. Αυτούς ήθελα γύρω μου όταν θα περνούσε το κακό, με αυτούς θα έχτιζα ξανά και από την αρχή ότι είχε χαθεί γιατί οι άνθρωποί μου, ήταν και είναι η κινητήριος δύναμή μου… Με αυτούς δίπλα μου, ας έχω και όλο τον κόσμο απέναντι! Ας έχω να κάνω με φωτιές, διαβόλους ή Κορονοδιαβόλους!

Πολλά πολλά χρόνια αργότερα, μια νέα φωτιά, έφτασε και πάλι το σπίτι μας, αυτή την φορά κυριολεκτικά δίπλα μας! Κάτω από τις οδηγίες του Γιώργου, ντυθήκαμε κατάλληλα και βγήκαμε να την πολεμήσουμε. Ο γιος μου παλικάρι 23 χρονών και η κόρη μου γυναίκα στα 18 της. Πίσω μας η μαμά μου, σφράγιζε το σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη. Μαζί μας και άλλοι γείτονες. Όλοι με κλαδιά στα χέρια και φτυάρια. Ο καπνός πυκνός παντού και εμείς φροντίζαμε να σβήνουμε κάθε εστία που γεννιόταν από τα κουκουνάρια που έσκαγαν σαν βόμβες δίπλα μας. Ούτε λεπτό δεν φοβήθηκα. Είχα μαζί μου τους αγαπημένους μου. Δίπλα μου. Και μαζί φίλους και γείτονες. Μια ομάδα που δούλευε άοκνα για να σωθούμε όλοι. Εκείνη την στιγμή, κανένας δεν αναζήτησε ευθύνες, κανένας δεν αμφισβήτησε τις εντολές που παίρναμε από τους πυροσβέστες. Ούτε κανείς κοίταξε το δικό του σπίτι παραπάνω από του άλλου, ίσως γιατί όλοι κάπου είχαμε ακούσει να λένε: «Όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα, μην το σκέφτεσαι! Γρήγορα η φωτιά θα φτάσει και στο δικό σου!»

Η φωτιά έσβησε μετά από ώρες και όπως συμβαίνει πάντα μετά από κάτι τέτοιο, το τοπίο είχε αλλάξει. Μαύρα όλα γύρω μας, η μυρωδιά αποπνικτική. Στάχτες και αποκαΐδια, εκεί που πριν ήταν όλα πράσινα, ζωντανά, όμορφα. Κοιταχτήκαμε όλοι και χαμογελάσαμε. Τα σημαντικά είχαν σωθεί… Τώρα και πάλι όλοι μαζί θα φτιάχναμε την γειτονιά μας από την αρχή… Η φύση θα κάλυπτε με τον καιρό τα κενά. Εμείς όμως ήμασταν όλοι εκεί…. Γεροί… Αυτό δεν μετράει τελικά;

ΣΗΜ: Η φωτογραφία δείχνει αυτό που είδα σήμερα και ξεκίνησα να γράφω….

Advertisement

Διαβάστε επίσης

Advertisement